- -ώ
- -ῶ, ΝΜΑκατάληξη τών συνηρημένων ενεργητικών ρημάτων σε -άω (πρβλ. νελ-άω, -ώ/ῶ, τιμ-άω, -ώ/ῶ), σε -έω (πρβλ. βοηθέω, -ώ/ῶ, φρουρ-έω, -ώ/ῶ) και -ήω (πρβλ. ζ-ήω, -ώ/ῶ, πειν-ήω, -ώ/ῶ) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, καθώς και σε -όω (πρβλ. κυρτ-όω, -ῶ, ορθ-όω, -ῶ) τής Αρχαίας και τής Μεσαιωνικής, τα οποία στη Νέα Ελληνική λήγουν συνήθως σε -ώνω (πρβλ. κυρτ-ώνω, ορθ-ώνω).
Dictionary of Greek. 2013.